- ξεψείριασμα
- και ξεψείρισμα, το [ξεψειριάζω / ξεψειρίζω]απαλλαγή από τις ψείρες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεψείριασμα — το, ατος απαλλαγή, καθάρισμα από τις ψείρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποφθειρίαση — η η απαλλαγή των ζώων και των ανθρώπων από τις ψείρες, το ξεψείριασμα … Dictionary of Greek
ψείρισμα — το, Ν [ψειρίζω] 1. καθαρισμός από τις ψείρες, ξεψείριασμα 2. μτφ. σχολαστική λεπτολογία … Dictionary of Greek
αποφθειρίαση — η το ξεψείριασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψείρισμα — το, ατος η αφαίρεση των ψειρών, το ξεψείριασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)